- παραγιάλι
- τοβλ. περιγιάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγιάλι — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μεγάλος παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Λευκάδας του … Dictionary of Greek